Πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού
επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση
του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ.
Εισαγωγικά
Η ιστορική απόφαση ΟλΣτΕ
1501/2014[1] αποτελεί
την ρητή αναγνώριση της ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις των οργάνων
του[2] αλλά και
των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, όχι μόνο παράνομες(ΣτΕ 980/2002), όπως
ρητώς προβλέπει η διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, αλλά και νόμιμες (ΣτΕ
5504/2012) πράξεις. Εμπνεόμενο από τη νομολογία Kobler[3] και Traghetti[4] του
ΔΕΚ, το Συμβούλιο
της Επικρατείας αναγνώρισε την αρχή της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου από
ζημιογόνες αποφάσεις των δικαστικών οργάνων και έθεσε τις προϋποθέσεις
θεμελίωσής της. Η ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση δεν υφίσταται, λόγω κακής
ερμηνείας του νόμου ή εσφαλμένης εκτίμησης των πραγμάτων από το δικαστικό
λειτουργό και τούτο λόγω της φύση του δικαστικού έργου και των συνταγματικών
εγγυήσεων για τη λειτουργική και προσωπική του ανεξαρτησία[5] και
ιδίως των άρθρων 8, 20 παράγραφος 1 και 25 παράγραφος 1 εδάφιο 2 του
Συντάγματος[6](Βλ ΣτΕ 2574/2006[7]). Υφίσταται
ευθύνη προς αποζημιώση μόνο σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας από πράξεις των
οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, η οποία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο
σφάλμα τους.
Περαιτέρω η
νομολογία του Δικαστηρίου
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) έχει πλέον θεμελιώσει την εξωσυμβατική ευθύνη των
κρατών μελών προς αποζημίωση όταν τα εθνικά όργανα προκαλούν ζημιά στους
ιδιώτες από την μη εφαρμογή ευρωπαϊκού δικαίου(βλ. Υποθέσεις
Francovich and Bonifaci (C-6,9/90, Απόφαση Brasserie du pecheur(C-46/93) ΣτΕ
4403/2015 ). Με
πάγια νομολογία του το ΔΕΚ καθόρισε τρεις αναγκαίες και επαρκείς προϋποθέσεις
για τη θεμελίωση ευθύνης κράτους μέλους για παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου
που δύνανται να του καταλογιστούν. Οι προϋποθέσεις αυτές έχουν, επίσης,
εφαρμογή και στην περίπτωση παραβάσεως κανόνος του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους
εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό: 1) ο παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου να αποσκοπεί
στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.2)
η παραβίαση να είναι κατάφωρη, και 3)
να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβιάσεως της υποχρεώσεως
που υπέχει το κράτος και της ζημίας που υπέστησαν οι ζημιωθέντες. Προκειμένου
να κρίνει αν η παραβίαση είναι κατάφωρη, όταν η παραβίαση απορρέει από απόφαση
εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό, το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο
πρέπει, λαμβανομένης υπόψη της ιδιομορφίας του δικαστικού λειτουργήματος, να
εξετάζει αν το αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό δικαστήριο αγνόησε προδήλως το
εφαρμοστέο δίκαιο και τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου
Έκτοτε με δειλά βήματα όλο και
περισσότερο η νομολογία[8] των
Ελληνικών δικαστηρίων προχωρά στην κατεύθυνση αυτή[9].
1.1.
-Στο
άρθρο 105 ΕισΝΑΚ ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων
του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το
δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά
παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το
δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των
ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών» και στο άρθρο 106 του ίδιου
νόμου ορίζεται ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται
και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου
δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία
του». Εξάλλου, μεταξύ των διοικητικών διαφορών ουσίας, οι οποίες ήδη ανήκουν
στα διοικητικά δικαστήρια, κατά τις διατάξεις του άρθρου 94 του Συντάγματος,
περιλαμβάνονται και οι διαφορές που αναφύονται από την ευθύνη του Δημοσίου, των
οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
προς αποζημίωση, συμφώνως προς τις κείμενες σχετικές διατάξεις. Τέτοιες
διαφορές είναι, κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου του Συντάγματος, όχι μόνον
οι ανακύπτουσες από την έκδοση μη νόμιμης3 εκτελεστής διοικητικής
πράξεως ή από την μη νόμιμη παράλειψη εκ- δόσεως τέτοιας πράξεως, αλλά και
αυτές που προκύπτουν από υλικές ενέργειες ή παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων
υλικών ενεργειών των οργάνων των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών των οργανισμών
τοπικής αυτοδιοικήσεως και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, στις
περιπτώσεις βεβαίως που οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις προέρχονται
από την οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών τούτων, όχι όμως και οσάκις
συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου κ.λπ. ή οφείλονται σε
προσωπικό πταίσμα οργάνου ενεργήσαντος εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών
καθηκόντων του (ΣτΕ 1147/2005, πρβλ. ΟλΣτΕ 3045/1992, ΑΕΔ 5/1995, 3/2004 Βλ. Πρ.
Παυλόπουλου, Η αστική ευθύνη του δημοσίου, τ. 1, Εκδ. Σάκκουλα 1989).
1.2.
πό
τις διατάξεις αυτές του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί
ευθύνη του Δημοσίου[10] προς αποζημίωση, απαιτείται:
1) παράνομη[11] πράξη ή παράλειψη οργάνων του
Δημοσίου, κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας(βλ. ΣτΕ 980/2002),
2)επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και 3) αιτιώδης σύνδεσμος
μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας.
Οι
κατά το άρθρο αυτό προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση πρέπει να
συντρέχουν σωρευτικώς: (ΣτΕ
1278/2013, 322/2009, 1024/2005).
·
Η
διαπίστωση του παράνομου της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης κατά την άσκηση της
ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας (βλ. ΣτΕ 1634/2017, 2437/2016,
1943/2013 7μ.) αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του Δημοσίου, χωρίς να
απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του (ΣτΕ 4410/2015, 877/2013
7μ., 1413/2006 7μ., 2727/2003) ή του κατάφωρου ή πρόδηλου χαρακτήρα της παρανομίας
(πρβλ. ΟλΣτΕ 1501/2014).
·
Παρανομία,
συντρέχει όταν με τις εν λόγω ενέργειες ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου
παραβιάστηκε συγκεκριμένη διάταξη νόμου που προστατεύει ορισμένο ατομικό
δικαίωμα ή συμφέρον (βλ. ΣτΕ 3587/1997).
Υπό τις αυτές ακριβώς
προϋποθέσεις συντρέχει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση για ζημία
προκληθείσα εξαιτίας παράβασης του ενωσιακού δικαίου[12],
πρόσθετες δε προϋποθέσεις, όπως το κατάφωρο της παράβασης, θα αποτελούσαν
απαγορευμένη, κατά το ενωσιακό δίκαιο, δυσμενή διάκριση, αντίθετη με τις
απορρέουσες από την αρχή της ισοδυναμίας απαιτήσεις (ΣτΕ 4403/2015).
Από την παραπάνω διάταξη
συνάγεται ότι, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση,
απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή η παράλειψη των οργάνων του να είναι
παράνομη, ήτοι να παραβιάζεται με αυτή κανόνας δικαίου, με τον οποίο
προστατεύεται ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον (ΣτΕ 2898/2014, 898/2014,
750/2011 κ.ά.).
Εξάλλου, ευθύνη του Δημοσίου,
τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, γεννάται όχι μόνο όταν με
πράξη ή παράλειψη οργάνων του παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά
και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις που
προσιδιάζουν σε συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν
γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και την αρχή της καλής πίστης
(ΣτΕ 116/2019, 484/2018, 15/2018, 1414/2017, 2775/2016, 3539/2015 κ.ά.).
Η ως άνω δε ευθύνη του Δημοσίου
προς αποζημίωση, κατά την ίδια αυτή διάταξη, είναι αντικειμενική, δηλαδή
ανεξάρτητη από τυχόν υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) των οργάνων του (ΣτΕ
1370/2018, 15/2018, 1326/2017, 1613/2016 κ.ά.).
·
Η
αστική ευθύνη του Δημοσίου θεμελιώνεται επίσης στο άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1
της ΕΣΔΑ[13]. Η θεμελίωση της αστικής
ευθύνης του Δημοσίου εδράζεται και στο άρθρο 2 της ΣΛΕΕ[14],
στο οποίο περιλαμβάνεται ως θεμελιώδης αρχή της ΕΕ η αρχή του κράτους δικαίου,
που είναι κοινή στην νομική παράδοση των κρατών μελών. Τέλος, το άρθρο 340 ΣΛΕΕ
προβλέπει αστική ευθύνη της ίδιας της Ένωσης για δικά της σφάλματα.
·
Απαραίτητη
σε κάθε περίπτωση προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι η ύπαρξη αιτιώδους
συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης (ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή
παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης υλικής ενέργειας) του δημόσιου οργάνου και της
επελθούσας ζημίας[15]. Αιτιώδης δε σύνδεσμος
υφίσταται όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερομένη ως
ζημιογόνος πράξη (ή παράλειψη ή υλική ενέργεια κλπ.) ήταν εξ αντικειμένου επαρκώς
ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει
το ζημιογόνο γεγονός (ΣτΕ 969/2018, 1414/2017, 2168/2016, 2669/2015, ΟλΣτΕ
4741/2014 κ.ά. Δ. Ράικου, Πτυχές της κατ' άρθρο 105 ΕισΝΑΚ προϋπόθεσης της
εσωτερικής συνάφειας για τη θεμελίωση αστικής ευθύνης του Δημοσίου, ΘΠΔΔ
2008).
2.
Το
άρθρο 105 ΕισΝΑΚ και οι πράξεις των οργάνων της Δικαστικής Εξουσίας
2.1. Έχει κριθεί (ΟλΣτΕ 1501/2014) ότι
το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος[16], ορίζοντας ότι «Οι Έλληνες πολίτες
συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους»,
έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών,
συνιστά δε, παράλληλα και διάταξη στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη
του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, παράνομες (ΣτΕ
980/2002) ή νόμιμες (ΣτΕ 5504/2012). Περαιτέρω, όπως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ
1501/2014 Ολομ., 2168/2016 7μ.,1330/2016), εφόσον το Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 5)
δεν ανέχεται να παραμένουν δίχως αποζημίωση ζημίες που κάποιος υφίσταται από
ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει
ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας,
το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. έχει ανάλογη εφαρμογή και σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας
από πράξεις των δικαστικών οργάνων, η οποία, όμως, μπορεί να αποδοθεί, μόνον σε
πρόδηλο σφάλμα αυτών, ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης
περίπτωσης βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη
(πρβλ. και Δ.Ε.Κ. C- 224/01 30.9.2003 Kοbler κατά Αυστρίας, C 173/2003
Traghetti del Mediterraneo).
Έχει κριθεί ότι η ισότητα ενώπιον
των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος
υφίσταται από την δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του
Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί
βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι
κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου
συμφέροντος στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία.
Ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 4 § 1 Συντ. υλοποιείται υπό την ως άνω
έννοια όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση
ζημιογόνου δράσης οιουδήποτε οργάνου του Κράτους, άρα και εκείνης των οργάνων
τα οποία είναι ενταγμένα στην δικαστική λειτουργία.[17]
2.2.
Η
διάταξη του 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα δεν αναφέρεται ευθέως
σε ζημιογόνες πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, διότι ευθύνη του
Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω απλώς εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου ή απλώς
εσφαλμένης εκτίμησης των πραγμάτων από δικαστικό λειτουργό δεν είναι συμβατή
με την φύση του δικαστικού έργου, ως εκ της οποίας το Σύνταγμα εγγυάται στον
δικαστικό λειτουργό την λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του. Ενόψει της
φύσης του δικαστικού έργου, μόνο πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού
επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση (βλ. ΣτΕ 2168/2016 επταμ.,
48/2016 επταμ., 1330/2016).
Εφόσον δε το Σύνταγμα, δεν
ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από
ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει
ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής
λειτουργίας, το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση πρόκλησης
ζημίας από πράξεις των οργάνων αυτών η οποία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο
σφάλμα τους (πρβλ. ΣτΕ, 1047, 49/2016). και ΔΕΕ C-173/2003 Traghetti
del Mediterraneo
κατά Ιταλίας της
13.6.2006, C-224/01 Kobler κατά Αυστρίας της 309.2003). Ο
πρόδηλος δε χαρακτήρας του σφάλματος της κρίσης οργάνου της δικαστικής
λειτουργίας προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης
περίπτωσης[18] βάσει των οποίων η δικαστική
πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη (ΣτΕ 1501/2014 Ολομ., 1330/2016).
Η μη επίκληση στο δικόγραφο της
αγωγής προδήλου σφάλματος του δικαστικού λειτουργού (Βλ. ΣτΕ 1607/2016) ή η μη
απόδειξη τέτοιου προδήλου σφάλματος δεν θεμελιώνει αδικοπρακτική ευθύνη του
εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, κατ' άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, η κρινόμενη αγωγή πρέπει
να απορριφθεί (ΔΠρΑθ 3350/2019).
Όπως,
εξάλλου, έχει κριθεί για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και μέχρις ότου
ρυθμισθεί νομοθετικά ειδικώς η ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της
δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα
είναι αναλόγως εφαρμοστέο και στην περίπτωση που οι πράξεις των οργάνων αυτών,
από τις οποίες προκαλείται ζημία δυνάμενη να αποδοθεί σε πρόδηλο, υπό την
ανωτέρω έννοια, σφάλμα τους, είναι κατά περιεχόμενο διοικητικής φύσης και
συνδέονται στενά με την εν γένει διοίκηση και οργάνωση[19]
της Δικαιοσύνης και των δικαστηρίων (ΣτΕ 48/2016). Εξάλλου, σε περίπτωση
συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, το Δημόσιο
υποχρεούται να αποκαταστήσει, σύμφωνα με το άρθρο 298 του Αστικού Κώδικα, κάθε
θετική ζημία, καθώς και το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή, το οποίο προσδοκά κανείς
με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές
περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί (ΣτΕ
2150/2017, 451/2013 7μ., 1491/2010, 2706/2009 7μ.). Τέλος, κατά την έννοια των
ιδίων διατάξεων, ανεξαρτήτως της αποζημίωσης για την περιουσιακή ζημία, το
δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση
λόγω ηθικής βλάβης, κατ' ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 932 ΑΚ (ΣτΕ
1300/2014, 3322/2012 7μ.).
3.
Η
αγωγή κακοδικίας κατά των οργάνων της δικαστικής εξουσίας
Από τις διατάξεις των άρθρων 1
και 6 § 1 του ν. 693/1977 «περί εκδικάσεως αγωγών κακοδικίας»[20] προκύπτει ότι οι
δικαστικοί λειτουργοί ευθύνονται κατά την άσκηση των καθηκόντων που ανάγονται στη
δικαστική λειτουργία μόνο από δόλο, βαρεία αμέλεια ή αρνησιδικία, εφόσον από
αυτή προέκυψε ζημία στον ενάγοντα, υποκείμενοι στην κατά τις διατάξεις του
νόμου αυτού ασκουμένη αγωγή κακοδικίας ενώπιον του κατά το άρθρο 1 του ιδίου
νόμου και 99 του Συντάγματος προβλεπομένου Ειδικού Δικαστηρίου, που έχει
αποκλειστική δικαιοδοσία για την εκδίκαση αξιώσεων που απορρέουν από τις ως άνω
πράξεις, ώστε τα λοιπά δικαστήρια να στερούνται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση
αξιώσεων που απορρέουν από πράξεις δικαστικού λειτουργού από την άσκηση της
δικαστικής αυτού εξουσίας, όπως είναι και αυτές για την επιδίκαση χρηματικής
ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ 572/1980 ΠοινΧρ Λ. 751). Στις ανωτέρω
πράξεις, από τις οποίες απορρέουν αξιώσεις αποζημιώσεως τρίτου που υπάγονται
στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ειδικού Δικαστηρίου, περιλαμβάνονται αυτές
που προήλθαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων των δικαστικών λειτουργών που
δρουν ατομικά ή συλλογικά, ανεξάρτητα του αν οι αποφάσεις των τελευταίων είναι
καθαρά δικαιοδοτικές, αφορούν δηλαδή υποθέσεις υπαγόμενες στη δικαιοδοσία τους
σύμφωνα προς τους Κώδικες Πολιτικής και Ποινικής Δικονομίας, ή αν αυτές
λαμβάνονται επί διοικητικών από τη φύση τους θεμάτων (βλ. και ΕπΑνΣτΕ 6772/1987
ΕλλΔ- νη 30. 784, όπου και παραπομπές). Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1
και 6 § 1 ν. 693/1977 προκύπτει ότι οι δικαστικοί λειτουργοί κατά την άσκηση
των καθηκόντων τους ευθύνονται μόνο από δόλο, βαριά αμέλεια ή αρνησιδικία και
εφόσον προέκυψε από τις πράξεις ή παραλείψεις τους ζημία (υλική ή ηθική) σε
κάποιο πολίτη. Στις παραπάνω δε περιπτώσεις, κατά των δικαστικών λειτουργών
μπορεί να ασκηθεί από τους ενδιαφερομένους αγωγή κακοδικίας η οποία ασκείται
ενώπιον του κατά το άρθρο 1 ν. 693/1977 σε συνδυασμό προς το 99 Συντάγματος
Ειδικού Δικαστηρίου που έχει αποκλειστική για τον σκοπό αυτόν δωσιδικία (ΑΠ
572/1980 ΠοινΧρ Λ. 751 και ΕφΘεσ 38/1982 ΠοινΧρ ΛΒ. 944).
Αποκλεισμός της αστικής ευθύνης
του Δημοσίου δεν συνάγεται από την περί αγωγών κακοδικίας διάταξη του άρθρου
99 του Συντάγματος, διότι η προσωπική ευθύνη οργάνου του Δημοσίου δεν
αποκλείει αναγκαίως την ευθύνη του τελευταίου, σκοπός δε της διάταξης αυτής
είναι η προστασία του κύρους της Δικαιοσύνης με ανάθεση σε ειδικό δικαστήριο
του έργου της διάγνωσης της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών από
την άσκηση των καθηκόντων τους. Επομένως, κατά το Σύνταγμα, επιβάλλεται στο
νομοθέτη να ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αποκαθίσταται η ζημία που
προκαλείται από την δράση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου λαμβάνοντας υπόψη την
φύση και την αποστολή του έργου που το Σύνταγμα αναγνωρίζει, αναθέτει και
εγγυάται στα όργανα των τριών λειτουργιών του Κράτους (ΣτΕ 1501/2014 Ολ.,
1330/2016).
4.
Νομολογική
αντιμετώπιση ζητημάτων προδήλου σφάλματος δικαστικού λειτουργού:
4.1.- Παράνομη σύλληψη-κράτηση: Ο ενάγων, ζήτησε να αναγνωριστεί
η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει αποζημιώση, ως χρηματική
ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την κράτηση και σύλληψή του,
λόγω συνωνυμίας του με καταδιωκόμενο πρόσωπο, εξαιτίας παράνομων, κατά τους
ισχυρισμούς του, ενεργειών αστυνομικών και δικαστικών οργάνων, καθώς και οργάνου
της δικαστικής λειτουργίας. Η Αγωγή έγινε μερικά δεκτή με την 333/2018 απόφαση
του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και ΔΕφΑθ 1902/2019 έγινε δεκτή ευθύνη των αστυνομικών και δικαστικών
οργάνων, που ελλείψει επαρκών στοιχείων ταυτότητας θα έπρεπε να μη προβούν στην
εκτέλεση απόφασης σε βάρος του ενάγοντος και ΔΠρωτ Αθηνών 2667/2020.
4.2.-Παράνομη
φυλάκιση:
Αποκλειστική αρμοδιότητα του ποινικού δικαστηρίου να κρίνει αν συντρέχει
υποχρέωση αποζημιώσεως εκείνων που κρατήθηκαν και μετέπειτα αθωώθηκαν (άρθρα 533545 ΚΠΔ). Κρίθηκε με την ΣτΕ 2574/2006 (Α Τμήμα) ότι: Στις
διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας -που επαναλαμβάνει, κατά βάση, τις
ρυθμίσεις του προϊσχύσαντος ν. 4915/1931- περιέχεται πλήρης ρύθμιση για την
αποζημίωση των αδίκως καταδικασθέντων, ή προσωρινώς κρατηθέντων που τελικώς αθωώθηκαν
ή απαλλάχθηκαν, όπως απαιτείται από το άρθρο 7 § 4 του Συντάγματος. Ειδικότερα,
προβλέπεται, σε αρμονία προς τις συνταγματικές διατάξεις περί χωριστών
δικαιοδοσιών, όπως εκτέθηκαν στη δεύτερη σκέψη, ότι αρμόδιο δικαστήριο για τη
διάγνωση του άδικου ή παράνομου της προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης είναι
αποκλειστικώς το ποινικό δικαστήριο (ή δικαστικό συμβούλιο) που αθώωσε ή
απήλλαξε ή τιμώρησε με ελαφρότερη ποινή τον κατηγορούμενο. Τα δε πολιτικά
δικαστήρια είναι αρμόδια, εφόσον το ποινικό δικαστήριο έχει αναγνωρίσει μόνο
την υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση, να καθορίσουν το ύψος αυτής που
περιλαμβάνει, τόσο την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του
καταδικασθέντος ή κρατηθέντος, καθώς και των δικαιούχων διατροφής από αυτόν,
όσο και την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο παρανόμως στερηθείς
την ελευθερία του, με την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης. Από τα ανωτέρω
παρέπεται ότι η αξίωση αποζημίωσης των αδίκως καταδικασθέντων ή στερηθέντων την
ελευθερία τους, συνδεόμενη αρρήκτως με τη διαδικασία απονομής της ποινικής
δικαιοσύνης, ρυθμίζεται ειδικώς και πλήρως από τις διατάξεις των άρθρων 533-545
του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (βλ. ΣτΕ 2574/2006 7μ., πρβλ. ΑΠ 366/2013). Ως
εκ τούτου, η αξίωση αυτή, εφόσον δεν αφορά ζημία που παραμένει αναποζημίωτη
(πρβλ. ΟλΣτΕ 1501/2014), δεν μπορεί να ικανοποιηθεί κατά τις περί αστικής
ευθύνης του Δημοσίου από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του διατάξεις
του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα [που κυρώθηκε με το
άρθρο μόνο του ν. 2783/1941 και μεταγλωττίσθηκε με το κωδικοποιητικό Προεδρικό
Διάταγμα 456/1984 (Α' 164)]. Συνεπώς, οι σχετικές διαφορές δεν αποτελούν
διοικητικές διαφορές ουσίας κατά το άρθρο 1 § 2 περιπτ. η' του ν. 1406/1983
(Α' 182) και, επομένως, οι διαφορές αυτές δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία των
τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. (βλ. 2086/2015 απόφαση του Διοικητικού
Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.). Το ζήτημα θα απασχολήσει τη ΟλΣτΕ κατόπιν
παραπομπής με την 1371/2019 Απόφαση του Α' Τμήματος.
4.3.-Συμβολαιογράφος
δημόσιος λειτουργός: Κρίθηκε με την απόφαση του Α' Τμήματος ΣτΕ 1047/2016 ότι: "ο
συμβολαιογράφος ενεργούσε για λογαριασμό της ΕΤΒΑ, ως επισπευδούσης τον
πλειστηριασμό δανειστρίας, ως υπάλληλος του πλειστηριασμού, όμως, ενεργούσε, ως
δημόσιο όργανο, κατ' ενάσκηση αρμοδιοτήτων εντασσομένων στο πλαίσιο της
δικαστικής λειτουργίας και, επομένως, θα μπορούσε να θεμελιωθεί αστική ευθύνη
του Δημοσίου, υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, κατ' ανάλογη εφαρμογή του
άρθρου 105 ΕισΝΑΚ" (βλ. ΣτΕ 2168/2016, 1047/2016).
4.4. Αποζημίωση δικαστικού
λειτουργού από παράνομη συμπεριφορά προϊσταμένου του κατά την άσκηση
διοικητικής φύσης καθηκόντων: Με την αγωγή της που ασκήθηκε κατ' επίκληση
του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, η δικαστική λειτουργός ζήτησε να αναγνωρισθεί η
υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να της καταβάλει, ως αποζημίωση και χρηματική
ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ισχυριζόμενη ότι η προαναφερθείσα άρνηση του
Διευθύνοντος την Εισαγγελία Πρωτοδικών* να ικανοποιήσει το κατ' επανάληψη
υποβληθέν αίτημά της για επεξεργασία δικογραφιών κατ' οίκον αντίκειται στα
άρθρα 21 § 6 του Συντάγματος και 10 του κατ' εξουσιοδότηση της συνταγματικής
αυτής διάταξης εκδοθέντος ν. 3304/2005 (Α' 16), διότι συνιστά έμμεση διάκριση
σε βέρος της, λόγω της αναπηρίας της, και συνδυάστηκε με υποτιμητική και
προσβλητική για το πρόσωπό της συμπεριφορά των δημοσίων οργάνων. Η αγωγή της
απορρίφθηκε και η Έφεση κρίθηκε με την 48/2016 Απόφαση του ΣτΕ ότι: «η ανωτέρω
κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, κατά την οποία η διάταξη του άρθρου 105
ΕισΝΑΚ δεν έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις ζημιογόνων πράξεων ή παραλείψεων των
οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, κατά την άσκηση καθηκόντων τους
διοικητικής φύσεως αναγομένων στην οργάνωση των δικαστηρίων, δεν είναι ορθή.
Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη 6, το εν λόγω άρθρο 105
ΕισΝΑΚ έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση προκλήσεως ζημίας από πράξεις των
οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, είτε αυτές αφορούν την άσκηση
δικαιοδοτικού έργου είτε αναφέρονται σε θέματα διοικητικής φύσεως, εφόσον η
ζημία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού ή εισαγγελικού
λειτουργού. Επομένως, πρέπει, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, να γίνει δεκτή η
κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, η
οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο
δικάσαν δικαστήριο για νέα κρίση σχετικά με το αν συντρέχει ή όχι εν προκειμένω
καθεμία από τις προϋποθέσεις εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου 105 ΕισΝΑΚ».
4.5.- Η υπόθεση «Kannabishop» είναι μια από τις απολύτως
ενδεικτικές που αναφέρεται στο πώς αντιμετωπίζεται η επιχειρηματικότητα στην
Ελλάδα αφού ο ιδιοκτήτης της αντιμετώπισε ουκ ολίγα δεινά από το 1998 όταν
άνοιξε το πρώτο του κατάστημα του. Οι διωκτικές αρχές θεώρησαν πως αυτό ουσιαστικά
αποτελεί διαφήμιση ναρκωτικών ουσιών, τον συνέλαβαν, κατάσχεσαν τα εμπορεύματα,
ενώ παραπέμφθηκε από τον εισαγγελέα στον τακτικό ανακριτή. Διώχτηκε ποινικά,
αλλά το 1999 αθωώθηκε με το σκεπτικό ότι «ο διακριτικός τίτλος «Kannabishop» και η απεικόνιση πεντάφυλλου ή
επτάφυλλου μίσχου κάνναβης δεν συνιστούσαν ευθεία ή συγκαλυμμένη και έντεχνη
διαφήμιση της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών ή πρόκληση σε παράνομη χρήση τους». Το
Γενικό Χημείο του Κράτους, αποφάνθηκε ότι τα προϊόντα που κατασχέθηκαν «είτε
δεν περιείχαν την ναρκωτική ουσία της τετραϋδροκανναβινόλης είτε την περιείχαν
σε ελάχιστο βαθμό χωρίς να είναι εφικτή η ανάκτησή της ή απομόνωσή της». Ο
καταστηματάρχης ζήτησε αποζημίωση από το δημόσιο για την αξία των
εμπορευμάτων, ηθική βλάβη κλπ, το Διοικητικό Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή
του, αλλά το Διοικητικό Εφετείο του επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση λόγω
ηθικής βλάβης το ποσό των 14.673,51 ευρώ. Η Ολομέλεια του ΣτΕ (απόφαση
1501/2014), πέραν τυχόν ευθύνης των αστυνομικών οργάνων, δεν
αποκλείει την ύπαρξη ευθύνης του εισαγγελικού λειτουργού που έδωσε την σχετική
παραγγελία στα αστυνομικά όργανα.
4.6.-Η απόφαση ΣτΕ 1330/2016,αφορά μη νόμιμες πράξεις αστυνομικών οργάνων κατά την προανάκριση χωρίς εισαγγελική
παραγγελία, η οποία κατέληξε στην άσκηση ποινικής δίωξης αλλά στην αθώωση των
κατηγορουμένων.
4.7.- Εκκρεμούν σημαντικές
υποθέσεις στο ΣτΕ προκειμένου να λυθούν
εκκρεμή ζητήματα(βλ την 1000/2020 Απόφαση του ΔΕΦ Αθηνών) «με
τις 16-19/2019 πράξεις της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010,
έγιναν δεκτές αιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου περί εισαγωγής ενώπιον του
Συμβουλίου της Επικρατείας εκκρεμών ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών
αγωγών, στις οποίες τίθεται το ζήτημα των ουσιαστικών προϋποθέσεων θεμελιώσεως
της αστικής ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις/παραλείψεις οργάνων του
ενταγμένων στη δικαστική λειτουργία και, συγκεκριμένα, από εισαγγελικές
παραγγελίες εκδιδόμενες στο πλαίσιο της εκουσίας δικαιοδοσίας, από πράξεις
ανακριτικών οργάνων που εκδίδονται στο πλαίσιο της ποινικής προδικασίας
(σύλληψη και κράτηση σε εκτέλεση εντάλματος συλλήψεως) και από δικαστικές
αποφάσεις πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων κάθε βαθμού. Εξάλλου, με
σχετικές πράξεις της Προέδρου του Δικαστηρίου οι υποθέσεις αυτές εισήχθησαν
στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ε. 2657, 2659, 2664, 2666/2019),
και εκκρεμεί η έκδοση των σχετικών αποφάσεων».
4.8.-Εύλογη διάρκεια της δίκης[21]. Κρίθηκε με τις 625/2020, 1038/2020 Αποφάσεις
του ΔΕΦ Αθηνών, ότι η διάρκεια
της δίκης στο Ε.Σ δεν είναι τέτοια που να συνιστά κατάφωρη παραβίαση του άρθρου
6 της Ε.Σ.Δ.Α., οφειλόμενη σε πρόδηλο σφάλμα δικαστικών οργάνων και, συνεπώς,
δεν υφίσταται στην προκείμενη περίπτωση παρανομία ικανή να θεμελιώσει την
αστική ευθύνη του Δημοσίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ.
4.9.- Λόγοι
Αναιρέσεως : Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών με την υπ’ αριθμ.
3812/2016 (13ο Τριμελές) έκρινε ότι σε περίπτωση πρόκλησης ηθικής βλάβης από
πράξεις οργάνων δικαστικής λειτουργίας πρέπει η παράλειψη αυτή να μπορεί να
αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα τους. Για να
στοιχειοθετηθεί προσβολή της προσωπικότητας του εκκαλούντος και επομένως η
ηθική του βλάβη από την επικαλούμενη, ως προδήλως εσφαλμένη, παράλειψη των
οργάνων της δικαστικής λειτουργίας να εξετάσουν τον ισχυρισμό του περί
κακοποιήσεώς του από τα αστυνομικά όργανα κατά το στάδιο της προανάκρισης και
της κράτησής του, θα έπρεπε να αποδειχθεί από τον εκκαλούντα η βασιμότητα του
ισχυρισμού αυτού. Στην προκείμενη περίπτωση ο εκκαλών δεν απέδειξε την
επικαλούμενη προσβολή της προσωπικότητάς του και τη συνακόλουθη ηθική του
βλάβη, ώστε να πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις των άρθρων 105 του
ΕισΝΑΚ και 932 του ΑΚ, η δε παράλειψη των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας να
εξετάσουν τον ανωτέρω αβάσιμο ισχυρισμό δεν μπορεί να θεωρηθεί, «πρόδηλο
σφάλμα». Τέλος, η μη εξέταση του ανωτέρω ισχυρισμού, αυτεπαγγέλτως από τον
Άρειο Πάγο, κατά την εκδίκαση της αίτησης αναιρέσεως του εκκαλούντος, εφόσον ο
ισχυρισμός αυτός δεν είχε προβληθεί από τον εκκαλούντα με την ασκηθείσα αίτηση
αναιρέσεως, δεν θα μπορούσε, υπό καμία έννοια, να θεωρηθεί «πρόδηλο σφάλμα» των
δικαστών που την εξέδωσαν".
Επίλογος: «ΤΟ ΠΡΟΔΗΛΟ ΣΦΑΛΜΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΑΛΛΑ ΚΑΙ Η ΔΙΚΑΙΗ
ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ»
Ι.-1. Θεμελιώδες στοιχείο της αρχής της νομιμότητας είναι η
καθιέρωση της ευθύνης του κράτους προς αποζημίωση για ζημίες που προκαλούν οι
δημόσιες αρχές σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται κατ’
άρθρο 105 ΑΚ να αποζημιώσει πολίτη για ζημία που του προκλήθηκε από «πρόδηλο
σφάλμα» δικαστικού λειτουργού. Αυτό
αποφάνθηκε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την 1501/2014
απόφαση του με αφορμή υπόθεση που έφτασε
ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η οποία εκκρεμούσε στη Δικαιοσύνη 16 χρόνια.
2.-Η απόφαση του ΔΕΚ
«Gerhard Köbler κατά Republik Österreich» που καθιερώνει έλεγχο και στις
δικαστικές αποφάσεις, τις θέτει δηλαδή στο μικροσκόπιο του δικαστικού ελέγχου,
φέρει τον αριθμό C-224/01 και ξεκίνησε από μια διεκδίκηση οικονομικών αιτημάτων
από τους πανεπιστημιακούς της Αυστρίας και είχε δικαστική συνέχεια που έφθασε
ως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Εκείνο με τη σειρά του εξέδωσε την απόφασή του, της
οποίας το ουσιαστικό θεμέλιο είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εκτός των άλλων
και μια κοινότητα δικαίου όπου κάθε δημόσια εξουσία υπόκειται σε έλεγχο και όχι
μόνο η νομοθετική ή η εκτελεστική αλλά και η Δικαιοσύνη.
ΙΙ.- Η Ευρωπαϊκή Ένωση
διέπεται από την αρχή της νομιμότητας, στο άρθρο 288 της Συνθήκης Ε.Κ. (ΣΕΚ)
καθιερώνεται ρητά η υποχρέωση της ΕΕ για αποκατάσταση των ζημιών που προξενούν
τα όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. ΤΟ Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει πλέον θεμελιώσει
την εξωσυμβατική ευθύνη των κρατών μελών προς αποζημίωση όταν τα εθνικά όργανα
προκαλούν ζημιά στους ιδιώτες από τη μη εφαρμογή ευρωπαϊκού δικαίου.
·
Απόφαση ΔΕΚ, για την ευθύνη των κρατών μελών
για μη τήρηση ευρωπαϊκών κανόνων δικαίου είναι οι Υποθέσεις Francovich and
Bonifaci (C-6,9/90).
·
Απόφαση ΔΕΚ, Brasserie du
pecheur (C-46/93) στην οποία για πρώτη φορά θεμελιώνεται ευθύνη για παράβαση
ευρωπαϊκού δικαίου από όργανο της νομοθετικής εξουσίας.
·
Απόφαση ΔΕΚ, για την εξωσυμβατική
ευθύνη των κρατών μελών για παραβίαση κοινοτικού δικαίου, την απόφαση kobler
(αφού προηγήθηκαν άλλες τρεις σημαντικές αποφάσεις η British Telecom (C-
392/93), η Dillenkofer (C-190/94) και η Lomas (C-5/94)).
ΙΙΙ.-Το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και
αποζημίωσης για την καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης .
Η Ελληνική Πολιτεία με τους ν. 4055/2012, 4239/2014
επιχείρησε να συμμορφωθεί προς τις διεθνώς ανειλημμένες υποχρεώσεις της, οι οποίες
απορρέουν από το Δίκαιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων και το
πρωταρχικό δικαίωμα σε ταχεία κι αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη.
Αποτέλεσμα να θεσπιστούν ένδικα βοηθήματα με τα οποία να είναι δυνατή πλέον η
εύλογη αποζημίωση του για την καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης και μάλιστα
για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. (βλ. ΣτΕ 2530/2015 502/2017).Τα ένδικα αυτά
βοηθήματα είναι τελείως ανεξάρτητα από την διεκδίκηση αποζημιώσεως λόγω
προδήλου σφάλματος του δικαστικού λειτουργού.
Συμπέρασμα:(βλ ΣτΕ 2557/2019):"Το Σύνταγμα, δεν ανέχεται να παραμένουν
αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού
οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από
πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105
ΕισΝΑΚ έχει ανάλογη εφαρμογή σε
περίπτωση προκλήσεως ζημίας από πράξεις των οργάνων αυτών, η οποία μπορεί να
αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα τους. Ο πρόδηλος δε χαρακτήρας του σφάλματος της
κρίσεως οργάνου της δικαστικής λειτουργίας προκύπτει από τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως, βάσει των οποίων η δικαστική
πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη (ΣτΕ 1501/2014 Ολομ., 1330/2016,
1533-4/2018)".
[1]Βλ σε Εφημερίδα
Διοικητικού Δικαίου, 5 (2014).βλ. σχόλιο Αποστόλης Γέροντας, σε Ελληνική
Δικαιοσύνη, 4 (2014).
[2]
Με την υπ' αριθμ.
11/1858 ιστορική απόφαση του, ο Άρειος Πάγος αντιμετώπισε την ευθύνη του
δημοσίου σχετικά με την αποκατάσταση της ζημίας ενός πλοιοκτήτη, το πλοίο του
οποίου είχε εμποδισθεί να αποπλεύσει, εξαιτίας ενός υπαλλήλου, ο οποίος
επιδίωξε δωροδοκία.
[3] ΔΕΚ Απόφαση του
Δικαστηρίου της 30/9/2003, στην προδικαστική υπόθεση C-224/01 Gerhard
Köbler
κατά Republik Österreich.
[4] ΔΕΚ C-173/03, Απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης
Ιουνίου 2006, Traghetti del Mediterraneo SpA κατά Repubblica italiana,
Συλλ. Νομολ. 2006 I-05177.
[5] ΔΕφΑθ 2462/2015,
[6] Βλ. αναλυτικά την
μειοψηφία στην 1501/2014.
[7] «Δεν είναι επιτρεπτός,
κατά το Σύνταγμα, ο έλεγχος, ούτε ευθέως, ούτε παρεμπιπτόντως, από το ΣτΕ και
τα διοικητικά δικαστήρια των αποφάσεων και λοιπών διαδικαστικών πράξεων των
τακτικών ποινικών δικαστηρίων, εφόσον τα τελευταία ανήκουν σε άλλο δικαιοδοτικό
κλάδο. Η αξίωση αποζημίωσης των αδίκως καταδικασθέντων ή στερηθέντων την
ελευθερία τους ρυθμίζεται ειδικά από τα άρθρα 533-545 του ΚΠοινΔ και δεν μπορεί
να ικανοποιηθεί κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ.»
[8] Αικ. Ρωξάνα, Εξελίξεις
στα ζητήματα της αστικής ευθύνης του Κράτους στην πρόσφατη νομολογία του
Συμβουλίου της Επικρατείας, ΘΠΔΔ 2015, 1093.
[9]
Βλ. ΣτΕ
2557/2019,ΕΣ 930/2019, ΣτΕ 1844/2018,Δ.Πρωτ Αθηνών 17728/2018,ΣτΕ 48/2016,ΣτΕ
1047/2016,1330/2016,2168/2016, 2852/2012, 2557/2019, 1844/2018,1533-1534/2018,ΔΕΦ
Αθηνων3101/2018,3631/2018, 1902/2019,ΔΠρωτΑθηνών 402/2020, 2667 /2020,1707/2019.-
[10] .Βλ. ΑΠ 20/1929, σύμφωνα με την οποία η
ευθύνη του κράτους κρίνεται με βάση τους κανόνες, όχι του ιδιωτικού, αλλά του
δημοσίου δικαίου και Π. Παυλόπουλου, Η αστική ευθύνη του Δημοσίου κατά
τους κανόνες του Δημοσίου Δικαίου σε «Διοικητικό Δίκαιο», Εκδόσεις Αντώνη
Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2004.
[11].Αλλά και
των νομίμων. βλ. ΣτΕ 5504/2012.
[12].Βλ. Οδηγία 2014/104/ΕΕ του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Νοεμβρίου 2014 σχετικά με
ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού
δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών
και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ν. 4529/2018.Βλ.ΔΠΑ 20474/2018, 17ο Τμήμα: απόφαση
ανωτάτου ελληνικού δικαστηρίου (ΑΠ), που κρίνει το ύψος δικαστικών εξόδων που
επιδίκασες σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου αλλοδαπό δικαστήριο , δεν αποτελεί κατάφωρη παραβίαση των άρθρων
34 σημείο 1 και 45 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου.
[13].Βλ. ΟλΣτΕ
1501/2014, ΣτΕ 4988/2012, ΣτΕ 980/2002, ΟλΑΠ 40/1998, ΟλΑΠ 33/2002.
[14] Βλ. Ι. Μαθιουδάκη, Η κοινοτικού δικαίου
αξίωση αστικής ευθύνης του Δημοσίου, ΔιΔικ 10 (1998).
[15] . Βλ. Α. Τσαμπάση, Το δίκαιο της
αστικής ευθύνης του Δημοσίου ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, ΘΠΔΔ 2008.
[16]. Βλ. Ε. Πρεβεδούρου, Ευθύνη του
Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, Παρατηρήσεις σε ΣτΕ
Ολ 1501/2014, ΘΠΔΔ 2014, 5, σ. 412.
[17].Βλ.1)
αναλυτικό Σχόλιο της Ε. Πρεβεδούρου «Νομολογιακές εξελίξεις στο καθεστώς
της αστικής ευθύνης του Δημοσίου: ΣτΕ Ολ 1501/2014 (ευθύνη από νόμιμες πράξεις,
ευθύνη από πράξεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας)» σε http://www.prevedourou.gr., 2)
Σημείωση Ε. Γαληνού ΕΔΚΑ 2014. 629) και 3) Σχόλιο Ε. Πρεβεδούρου,
Ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής εξουσίας σε ΣτΕ Ολ
1501/2014, ΘΠΔΔ 5/2014, σ. 411.
[18]. Βλ. ΔΠρΑθ 20474/2018, 17ο Τμήμα - Δεν
συντρέχει ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση από απορριπτική απόφαση
του Αρείου Πάγου - Δεν υφίσταται υποχρέωση προδικαστικού ερωτήματος - Έννοια
προδήλου σφάλματος δικαστικού λειτουργού. Απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου που
καταδικάζει τον ηττημένο εναγόμενο (Ελληνικό Δημόσιο) να καταβάλει στον
ενάγοντα υπέρμετρα δικαστικά έξοδα και, ειδικότερα, έξοδα τα οποία τελούν σε
προφανή δυσαναλογία προς την αξία του αντικειμένου της δίκης και υπερβαίνουν
κατά πολύ την εν λόγω αξία, δεν είναι προφανώς ανεκτή από την ελληνική δημόσια
τάξη, δεδομένου και του ότι τα κράτη-μέλη παραμένουν, κατά κανόνα, ελεύθερα να
καθορίσουν, σύμφωνα με τις εθνικές τους αντιλήψεις, τόσο την έννοια όσο και
τις απαιτήσεις της δημόσιας τάξης. Συνεπώς, απόφαση ανωτάτου ελληνικού
δικαστηρίου ( Άρειος Πάγος), που κρίνει το ανωτέρω, δεν αποτελεί κατάφωρη
παραβίαση των άρθρων 34 σημείο 1 και 45 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του
Συμβουλίου, δηλαδή παραβίαση που να έχει πρόδηλο χαρακτήρα, προϋπόθεση που
απαιτείται να συντρέχει, για να γεννηθεί, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105
του ΕισΝΑΚ, αστική ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου για αποζημίωση από πράξεις
οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, ούτε πάντως δημιουργεί σχετική υποχρέωση
υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ.
[19]. Περαιτέρω και συναφώς, για την ταυτότητα
του νομικού λόγου, η ανωτέρω διάταξη είναι εφαρμοστέα και στην περίπτωση που
οι πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας αφορούν την άσκηση των
καθηκόντων τους ως μέλη Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων κατά τον Κώδικα Οργανισμού
Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών που κυρώθηκε με το άρθρο
πρώτο του ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 35 Α').
[20]. Η νομολογία του οποίου είναι παγίως
απορριπτική. από το 1929, που ιδρύθηκε και συγκροτήθηκε το ειδικό δικαστήριο
αγωγών κακοδικίας, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγονται οι αγωγές κακοδικίας
κατά όλων των δικαστών (τακτικής δικαιοσύνης, διοικητικής, ελεγκτικού
συνέδριου) και εισαγγελέων, έχουν καταδικαστεί στη χώρα μας για κακοδικία μόνο
δυο δικαστές», ΒΛ. Β. Χειρδαρη σε Ελευθεροτυπία, Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010.
[21]
Θα μπορούσε ν’ ασκηθεί η αίτηση για «δίκαιη ικανοποίηση» του Ν. 4055/2012(βλ ΣτΕ
4467/2012, 215/2019)Ν 4239/2014 κατά το χρόνο πριν από τη δημοσίευση των πιο
πάνω νόμων, είχε τη δυνατότητα να παραπονεθεί ενώπιον του ΕΔΔΑ για τυχόν
υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης του ( ΣτΕ 299/2015 , βλ. ΣτΕ
2834-6/2014 ), εντασσόμενος στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 6 παρ. 1 και 13 της
ΕΣΔΑ , δυνάμει των οποίων παρέχεται εγγύηση για το δικαίωμα στην απονομή
δικαιοσύνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου