Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού

 

 

 


Πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού

επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση
του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ
.

 

Εισαγωγικά

 

Η ιστορική απόφαση ΟλΣτΕ 1501/2014[1] αποτελεί την ρητή αναγνώριση της ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις των οργάνων του[2] αλλά και των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, όχι μόνο πα­ράνομες(ΣτΕ 980/2002), όπως ρητώς προβλέπει η διάταξη του άρ­θρου 105 ΕισΝΑΚ, αλλά και νόμιμες (ΣτΕ 5504/2012) πράξεις. Εμπνεόμενο από τη νομολογία Kobler[3] και Traghetti[4] του ΔΕΚ, το Συμβούλιο της Επικρατείας αναγνώρισε την αρχή της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες αποφάσεις των δικαστικών οργάνων και έθεσε τις προϋποθέ­σεις θεμελίωσής της. Η ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση δεν υφίσταται, λόγω κακής ερμηνείας του νόμου ή εσφαλμένης εκτίμησης των πραγμάτων από το δικαστικό λειτουργό και τούτο λόγω της φύση του δικαστικού έργου και των συνταγματικών εγγυήσεων για τη λειτουργική και προσωπική του ανεξαρτησία[5] και ιδίως των άρθρων 8, 20 παράγραφος 1 και 25 παράγραφος 1 εδάφιο 2 του Συντάγματος[6](Βλ ΣτΕ 2574/2006[7]). Υφίσταται ευθύνη προς αποζημιώση μόνο σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας από πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, η οποία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα τους.

 Περαιτέρω η  νομολογία  του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) έχει πλέον θεμελιώσει την εξωσυμβατική ευθύνη των κρατών μελών προς αποζημίωση όταν τα εθνικά όργανα προκαλούν ζημιά στους ιδιώτες από την μη εφαρμογή ευρωπαϊκού δικαίου(βλ. Υποθέσεις Francovich and Bonifaci (C-6,9/90, Απόφαση Brasserie du pecheur(C-46/93) ΣτΕ 4403/2015 ). Με πάγια νομολογία του το ΔΕΚ καθόρισε τρεις αναγκαίες και επαρκείς προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης κράτους μέλους για παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου που δύνανται να του καταλογιστούν. Οι προϋποθέσεις αυτές έχουν, επίσης, εφαρμογή και στην περίπτωση παραβάσεως κανόνος του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό: 1)  ο παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου να αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.2)  η παραβίαση να είναι κατάφωρη, και 3)  να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβιάσεως της υποχρεώσεως που υπέχει το κράτος και της ζημίας που υπέστησαν οι ζημιωθέντες. Προκειμένου να κρίνει αν η παραβίαση είναι κατάφωρη, όταν η παραβίαση απορρέει από απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό, το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο πρέπει, λαμβανομένης υπόψη της ιδιομορφίας του δικαστικού λειτουργήματος, να εξετάζει αν το αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό δικαστήριο αγνόησε προδήλως το εφαρμοστέο δίκαιο και τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου

Έκτοτε με δειλά βήματα όλο και περισσότερο η νομολογία[8] των Ελληνικών δικαστηρίων προχωρά στην κατεύθυν­ση αυτή[9].

1.    Το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ

1.1.     -Στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβα­ση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμ­φέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκλη­ρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ει­δικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών» και στο άρθρο 106 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «Οι δια­τάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζο­νται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία του». Εξάλλου, μεταξύ των διοικητικών διαφορών ουσίας, οι οποίες ήδη ανήκουν στα διοι­κητικά δικαστήρια, κατά τις διατάξεις του άρθρου 94 του Συντάγματος, περιλαμβάνονται και οι διαφορές που αναφύονται από την ευθύνη του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των νομι­κών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίω­ση, συμφώνως προς τις κείμενες σχετικές διατάξεις. Τέτοιες διαφορές είναι, κατά την έννοια του ανωτέ­ρω άρθρου του Συντάγματος, όχι μόνον οι ανακύπτουσες από την έκδοση μη νόμιμης3 εκτελεστής διοικη­τικής πράξεως ή από την μη νόμιμη παράλειψη εκ- δόσεως τέτοιας πράξεως, αλλά και αυτές που προ­κύπτουν από υλικές ενέργειες ή παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών των οργάνων των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών των ορ­γανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, στις περιπτώσεις βε­βαίως που οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις προέρχονται από την οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών τούτων, όχι όμως και οσάκις συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου κ.λπ. ή οφείλο­νται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου ενεργήσαντος εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών καθηκόντων του (ΣτΕ 1147/2005, πρβλ. ΟλΣτΕ 3045/1992, ΑΕΔ 5/1995, 3/2004 Βλ. Πρ. Παυλόπουλου, Η αστική ευθύνη του δημοσίου, τ. 1, Εκδ. Σάκκουλα 1989).

1.2.   πό τις διατάξεις αυτές του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί ευθύ­νη του Δημοσίου[10] προς αποζημίωση, απαιτείται: 1) παράνομη[11] πράξη ή παράλειψη οργάνων του Δημο­σίου, κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας(βλ. ΣτΕ 980/2002), 2)επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και 3) αι­τιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας.

    Οι κατά το άρθρο αυτό προϋποθέσεις της ευθύ­νης προς αποζημίωση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς:  (ΣτΕ 1278/2013, 322/2009, 1024/2005).

·         Η διαπίστωση του παράνομου της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας (βλ. ΣτΕ 1634/2017, 2437/2016, 1943/2013 7μ.) αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του Δημοσίου, χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του (ΣτΕ 4410/2015, 877/2013 7μ., 1413/2006 7μ., 2727/2003) ή του κατάφωρου ή πρόδηλου χαρακτήρα της παρα­νομίας (πρβλ. ΟλΣτΕ 1501/2014).

·         Παρανομία, συντρέχει όταν με τις εν λόγω ενέργειες ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου παραβιάστηκε συγκεκριμένη διάταξη νόμου που προστατεύει ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον (βλ. ΣτΕ 3587/1997).

Υπό τις αυτές ακριβώς προϋποθέσεις συντρέχει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση για ζημία προκληθείσα εξαιτίας παράβασης του ενωσιακού δικαίου[12], πρόσθετες δε προϋποθέσεις, όπως το κα­τάφωρο της παράβασης, θα αποτελούσαν απαγο­ρευμένη, κατά το ενωσιακό δίκαιο, δυσμενή διάκρι­ση, αντίθετη με τις απορρέουσες από την αρχή της ισοδυναμίας απαιτήσεις (ΣτΕ 4403/2015).

Από την παραπάνω διάταξη συνάγεται ότι, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζη­μίωση, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή η παρά­λειψη των οργάνων του να είναι παράνομη, ήτοι να παραβιάζεται με αυτή κανόνας δικαίου, με τον οποίο προστατεύεται ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμ­φέρον (ΣτΕ 2898/2014, 898/2014, 750/2011 κ.ά.).

Εξάλλου, ευθύνη του Δημοσίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, γεννάται όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνων του πα­ραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις που προσιδιάζουν σε συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και την αρχή της καλής πίστης (ΣτΕ 116/2019, 484/2018, 15/2018, 1414/2017, 2775/2016, 3539/2015 κ.ά.).

Η ως άνω δε ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά την ίδια αυτή διάταξη, είναι αντικει­μενική, δηλαδή ανεξάρτητη από τυχόν υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) των οργάνων του (ΣτΕ 1370/2018, 15/2018, 1326/2017, 1613/2016 κ.ά.).

·         Η αστική ευθύνη του Δημοσίου θεμελιώνεται επί­σης στο άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της ΕΣΔΑ[13]. Η θεμελίωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου εδράζεται και στο άρθρο 2 της ΣΛΕΕ[14], στο οποίο περιλαμβάνεται ως θεμελιώδης αρχή της ΕΕ η αρχή του κράτους δικαίου, που είναι κοινή στην νομική παράδοση των κρατών μελών. Τέλος, το άρθρο 340 ΣΛΕΕ προβλέπει αστική ευθύνη της ίδιας της Ένωσης για δικά της σφάλματα.

·         Απαραίτητη σε κάθε περίπτωση προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι η ύπαρξη αιτιώ­δους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης (ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης υλικής ενέργειας) του δη­μόσιου οργάνου και της επελθούσας ζημίας[15]. Αι­τιώδης δε σύνδεσμος υφίσταται όταν, σύμφω­να με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερομένη ως ζημιογόνος πράξη (ή παράλειψη ή υλι­κή ενέργεια κλπ.) ήταν εξ αντικειμένου επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το ζημιογό­νο γεγονός (ΣτΕ 969/2018, 1414/2017, 2168/2016, 2669/2015, ΟλΣτΕ 4741/2014 κ.ά. Δ. Ράικου, Πτυ­χές της κατ' άρθρο 105 ΕισΝΑΚ προϋπόθεσης της εσωτερικής συνάφειας για τη θεμελίωση αστι­κής ευθύνης του Δημοσίου, ΘΠΔΔ 2008).

2.    Το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ και οι πράξεις των οργά­νων της Δικαστικής Εξουσίας

2.1. Έχει κριθεί (ΟλΣτΕ 1501/2014) ότι το άρθρο 4 § 5 του Συντάγματος[16], ορίζοντας ότι «Οι Έλληνες πο­λίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε, παράλληλα και διά­ταξη στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύ­νη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, παράνομες (ΣτΕ 980/2002) ή νό­μιμες (ΣτΕ 5504/2012). Περαιτέρω, όπως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ 1501/2014 Ολομ., 2168/2016 7μ.,1330/2016), εφόσον το Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 5) δεν ανέχεται να παραμένουν δίχως αποζημίωση ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. έχει ανάλογη εφαρμογή και σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας από πράξεις των δικαστικών οργάνων, η οποία, όμως, μπορεί να αποδοθεί, μόνον σε πρόδηλο σφάλμα αυτών, ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της συγκεκριμένης περίπτωσης βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη (πρβλ. και Δ.Ε.Κ. C- 224/01 30.9.2003 Kοbler κατά Αυστρίας, C 173/2003 Traghetti del Mediterraneo).

Έχει κριθεί ότι η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από την δράση, χάριν του δη­μοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπου­δαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που εί­ναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυ­πηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οι­κεία νομοθεσία. Ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 4 § 1 Συντ. υλοποιείται υπό την ως άνω έννοια όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσης οιουδήποτε οργά­νου του Κράτους, άρα και εκείνης των οργάνων τα οποία είναι ενταγμένα στην δικαστική λειτουργία.[17]

2.2.   Η διάταξη του 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα δεν αναφέρεται ευθέως σε ζημιο­γόνες πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, διότι ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω απλώς εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου ή απλώς εσφαλμένης εκτίμησης των πραγμάτων από δικα­στικό λειτουργό δεν είναι συμβατή με την φύση του δικαστικού έργου, ως εκ της οποίας το Σύνταγμα εγγυάται στον δικαστικό λειτουργό την λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του. Ενόψει της φύσης του δικαστικού έργου, μόνο πρόδηλο σφάλμα του δικα­στικού λειτουργού επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση (βλ. ΣτΕ 2168/2016 επταμ., 48/2016 επταμ., 1330/2016).

Εφόσον δε το Σύνταγμα, δεν ανέχεται να παρα­μένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργά­νου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δι­καστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση πρόκλησης ζη­μίας από πράξεις των οργάνων αυτών η οποία μπο­ρεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα τους (πρβλ. ΣτΕ, 1047, 49/2016). και ΔΕΕ C-173/2003 Traghetti del Mediterraneo κατά Ιταλίας της 13.6.2006, C-224/01 Kobler κατά Αυστρίας της 309.2003). Ο πρόδηλος δε χαρακτήρας του σφάλματος της κρίσης οργάνου της δικαστικής λειτουργίας προκύπτει από τα ιδιαίτερα χα­ρακτηριστικά της συγκεκριμένης περίπτωσης[18] βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη (ΣτΕ 1501/2014 Ολομ., 1330/2016).

Η μη επίκληση στο δικόγραφο της αγωγής προ­δήλου σφάλματος του δικαστικού λειτουργού (Βλ. ΣτΕ 1607/2016) ή η μη απόδειξη τέτοιου προδήλου σφάλματος δεν θεμελιώνει αδικοπρακτική ευ­θύνη του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, κατ' άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί (ΔΠρΑθ 3350/2019).

Όπως, εξάλλου, έχει κριθεί για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και μέχρις ότου ρυθμισθεί νομοθετι­κά ειδικώς η ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις ορ­γάνων της δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα είναι αναλόγως εφαρμοστέο και στην περίπτωση που οι πρά­ξεις των οργάνων αυτών, από τις οποίες προκαλείται ζημία δυνάμενη να αποδοθεί σε πρόδηλο, υπό την ανωτέρω έννοια, σφάλμα τους, είναι κατά περιεχό­μενο διοικητικής φύσης και συνδέονται στενά με την εν γένει διοίκηση και οργάνωση[19] της Δικαιοσύνης και των δικαστηρίων (ΣτΕ 48/2016). Εξάλλου, σε περί­πτωση συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, το Δημόσιο υποχρεούται να αποκαταστήσει, σύμφωνα με το άρθρο 298 του Αστι­κού Κώδικα, κάθε θετική ζημία, καθώς και το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή, το οποίο προσδοκά κα­νείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί (ΣτΕ 2150/2017, 451/2013 7μ., 1491/2010, 2706/2009 7μ.). Τέ­λος, κατά την έννοια των ιδίων διατάξεων, ανεξαρ­τήτως της αποζημίωσης για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλά­βης, κατ' ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρ­θρου 932 ΑΚ (ΣτΕ 1300/2014, 3322/2012 7μ.).

3.    Η αγωγή κακοδικίας κατά των οργάνων της δι­καστικής εξουσίας

Από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 6 § 1 του ν. 693/1977 «περί εκδικάσεως αγωγών κακοδικίας»[20] προκύπτει ότι οι δικαστικοί λειτουργοί ευθύνονται κατά την άσκηση των καθηκόντων που ανάγονται στη δικαστική λειτουργία μόνο από δόλο, βαρεία αμέλεια ή αρνησιδικία, εφόσον από αυτή προέκυψε ζημία στον ενάγοντα, υποκείμενοι στην κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού ασκουμένη αγωγή κακο­δικίας ενώπιον του κατά το άρθρο 1 του ιδίου νό­μου και 99 του Συντάγματος προβλεπομένου Ειδικού Δικαστηρίου, που έχει αποκλειστική δικαιοδοσία για την εκδίκαση αξιώσεων που απορρέουν από τις ως άνω πράξεις, ώστε τα λοιπά δικαστήρια να στε­ρούνται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση αξιώσεων που απορρέουν από πράξεις δικαστικού λειτουρ­γού από την άσκηση της δικαστικής αυτού εξουσίας, όπως είναι και αυτές για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ 572/1980 ΠοινΧρ Λ. 751). Στις ανωτέρω πράξεις, από τις οποίες απορρέουν αξιώσεις αποζημιώσεως τρίτου που υπάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ειδι­κού Δικαστηρίου, περιλαμβάνονται αυτές που προ­ήλθαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων των δικα­στικών λειτουργών που δρουν ατομικά ή συλλογικά, ανεξάρτητα του αν οι αποφάσεις των τελευταίων εί­ναι καθαρά δικαιοδοτικές, αφορούν δηλαδή υπο­θέσεις υπαγόμενες στη δικαιοδοσία τους σύμφωνα προς τους Κώδικες Πολιτικής και Ποινικής Δικονομίας, ή αν αυτές λαμβάνονται επί διοικητικών από τη φύση τους θεμάτων (βλ. και ΕπΑνΣτΕ 6772/1987 ΕλλΔ- νη 30. 784, όπου και παραπομπές). Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 6 § 1 ν. 693/1977 προκύπτει ότι οι δικαστικοί λειτουργοί κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ευθύνονται μόνο από δόλο, βαριά αμέλεια ή αρνησιδικία και εφόσον προέκυψε από τις πράξεις ή παραλείψεις τους ζημία (υλική ή ηθική) σε κάποιο πολίτη. Στις παραπάνω δε περιπτώσεις, κατά των δικαστικών λειτουργών μπορεί να ασκηθεί από τους ενδιαφερομένους αγωγή κακοδικίας η οποία ασκείται ενώπιον του κατά το άρθρο 1 ν. 693/1977 σε συνδυασμό προς το 99 Συντάγματος Ειδικού Δικαστηρίου που έχει αποκλειστική για τον σκοπό αυτόν δωσιδικία (ΑΠ 572/1980 ΠοινΧρ Λ. 751 και ΕφΘεσ 38/1982 ΠοινΧρ ΛΒ. 944).

Αποκλεισμός της αστικής ευθύνης του Δημο­σίου δεν συνάγεται από την περί αγωγών κακοδικίας διάταξη του άρθρου 99 του Συντάγματος, διότι η προσωπική ευθύνη οργά­νου του Δημοσίου δεν αποκλείει αναγκαίως την ευ­θύνη του τελευταίου, σκοπός δε της διάταξης αυτής είναι η προστασία του κύρους της Δικαιοσύνης με ανάθεση σε ειδικό δικαστήριο του έργου της διά­γνωσης της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών από την άσκηση των καθηκόντων τους. Επομένως, κατά το Σύνταγμα, επιβάλλεται στο νομοθέτη να ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αποκαθίσταται η ζημία που προκαλείται από την δράση οποιουδήποτε κρατικού οργάνου λαμβάνοντας υπόψη την φύση και την αποστολή του έργου που το Σύνταγμα αναγνωρίζει, αναθέτει και εγγυάται στα όργανα των τριών λειτουργιών του Κράτους (ΣτΕ 1501/2014 Ολ., 1330/2016).

 

4.    Νομολογική αντιμετώπιση ζητημάτων  προδήλου σφάλματος δικαστικού λειτουργού:

4.1.- Παράνομη σύλληψη-κράτηση: Ο ενάγων, ζήτη­σε να αναγνωριστεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει αποζημιώση, ως χρη­ματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την κράτηση και σύλληψή του, λόγω συνωνυμίας του με καταδιωκόμενο πρόσωπο, εξαιτίας παρά­νομων, κατά τους ισχυρισμούς του, ενεργειών αστυ­νομικών και δικαστικών οργάνων, καθώς και οργά­νου της δικαστικής λειτουργίας. Η Αγωγή έγινε μερι­κά δεκτή με την 333/2018 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και ΔΕφΑθ 1902/2019 έγινε δεκτή  ευθύνη των αστυνομικών και δικαστικών οργάνων, που ελλείψει επαρκών στοιχείων ταυτότητας θα έπρεπε να μη προβούν στην εκτέλεση απόφασης σε βάρος του ενάγοντος και ΔΠρωτ Αθηνών 2667/2020.

4.2.-Παράνομη φυλάκιση: Αποκλειστική αρμο­διότητα του ποινικού δικαστηρίου να κρίνει αν συ­ντρέχει υποχρέωση αποζημιώσεως εκείνων που κρατήθηκαν και μετέπειτα αθωώθηκαν (άρθρα 533­545 ΚΠΔ). Κρίθηκε με την ΣτΕ 2574/2006 (Α Τμήμα) ότι: Στις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομί­ας -που επαναλαμβάνει, κατά βάση, τις ρυθμίσεις του προϊσχύσαντος ν. 4915/1931- περιέχεται πλήρης ρύθμιση για την αποζημίωση των αδίκως καταδικασθέντων, ή προσωρινώς κρατηθέντων που τελικώς αθωώθηκαν ή απαλλάχθηκαν, όπως απαιτείται από το άρθρο 7 § 4 του Συντάγματος. Ειδικότερα, προβλέπεται, σε αρμονία προς τις συνταγματικές διατάξεις περί χωριστών δικαιοδοσιών, όπως εκτέθηκαν στη δεύτερη σκέψη, ότι αρμόδιο δικαστήριο για τη διά­γνωση του άδικου ή παράνομου της προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης είναι αποκλειστικώς το ποινι­κό δικαστήριο (ή δικαστικό συμβούλιο) που αθώωσε ή απήλλαξε ή τιμώρησε με ελαφρότερη ποινή τον κα­τηγορούμενο. Τα δε πολιτικά δικαστήρια είναι αρμό­δια, εφόσον το ποινικό δικαστήριο έχει αναγνωρίσει μόνο την υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίω­ση, να καθορίσουν το ύψος αυτής που περιλαμβά­νει, τόσο την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του καταδικασθέντος ή κρατηθέντος, καθώς και των δικαιούχων διατροφής από αυτόν, όσο και την απο­κατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο παρανόμως στερηθείς την ελευθερία του, με την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι η αξίωση αποζημίωσης των αδίκως καταδικασθέντων ή στερηθέντων την ελευθερία τους, συν­δεόμενη αρρήκτως με τη διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, ρυθμίζεται ειδικώς και πλήρως από τις διατάξεις των άρθρων 533-545 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (βλ. ΣτΕ 2574/2006 7μ., πρβλ. ΑΠ 366/2013). Ως εκ τούτου, η αξίωση αυτή, εφόσον δεν αφορά ζημία που παραμένει αναποζημίωτη (πρβλ. ΟλΣτΕ 1501/2014), δεν μπορεί να ικανοποιηθεί κατά τις περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου από παρά­νομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δια­τάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα [που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 2783/1941 και μεταγλωττίσθηκε με το κωδικοποιητικό Προεδρικό Διάταγμα 456/1984 (Α' 164)]. Συ­νεπώς, οι σχετικές διαφορές δεν αποτελούν διοικη­τικές διαφορές ουσίας κατά το άρθρο 1 § 2 περιπτ. η' του ν. 1406/1983 (Α' 182) και, επομένως, οι διαφορές αυτές δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. (βλ. 2086/2015 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.). Το ζή­τημα θα απασχολήσει τη ΟλΣτΕ κατόπιν παραπομπής με την 1371/2019 Απόφαση του Α' Τμήματος.

4.3.-Συμβολαιογράφος δημόσιος λειτουρ­γός: Κρίθηκε με την απόφαση του Α' Τμήματος ΣτΕ 1047/2016 ότι: "ο συμβολαιογράφος ενεργούσε για λογαριασμό της ΕΤΒΑ, ως επισπευδούσης τον πλειστηριασμό δανειστρίας, ως υπάλληλος του πλειστηριασμού, όμως, ενεργούσε, ως δημόσιο όργανο, κατ' ενάσκηση αρμοδιοτήτων εντασσομένων στο πλαίσιο της δικαστικής λειτουργίας και, επομένως, θα μπορούσε να θεμελιωθεί αστική ευθύνη του Δη­μοσίου, υπό τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ" (βλ. ΣτΕ 2168/2016, 1047/2016).

4.4. Αποζημίωση δικαστικού λειτουργού από παράνομη συμπεριφορά προϊσταμένου του κατά την άσκηση διοικητικής φύσης καθηκόντων: Με την αγωγή της που ασκήθηκε κατ' επίκληση του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, η δικαστική λειτουργός ζήτησε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να της καταβάλει, ως αποζημίωση και χρηματική ικανο­ποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ισχυριζόμενη ότι η προαναφερθείσα άρνηση του Διευθύνοντος την Εισαγγε­λία Πρωτοδικών* να ικανοποιήσει το κατ' επανάληψη υποβληθέν αίτημά της για επεξεργασία δικογραφι­ών κατ' οίκον αντίκειται στα άρθρα 21 § 6 του Συντάγ­ματος και 10 του κατ' εξουσιοδότηση της συνταγματι­κής αυτής διάταξης εκδοθέντος ν. 3304/2005 (Α' 16), διότι συνιστά έμμεση διάκριση σε βέρος της, λόγω της αναπηρίας της, και συνδυάστηκε με υποτιμητική και προσβλητική για το πρόσωπό της συμπεριφορά των δημοσίων οργάνων. Η αγωγή της απορρίφθηκε και η Έφεση κρίθηκε με την 48/2016 Απόφαση του ΣτΕ ότι: «η ανωτέρω κρίση του δικάσαντος δικα­στηρίου, κατά την οποία η διάταξη του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ δεν έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις ζημιογό­νων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων της δι­καστικής λειτουργίας, κατά την άσκηση καθηκόντων τους διοικητικής φύσεως αναγομένων στην οργάνω­ση των δικαστηρίων, δεν είναι ορθή. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη 6, το εν λόγω άρθρο 105 ΕισΝΑΚ έχει ανάλογη εφαρμογή σε πε­ρίπτωση προκλήσεως ζημίας από πράξεις των οργά­νων της δικαστικής λειτουργίας, είτε αυτές αφορούν την άσκηση δικαιοδοτικού έργου είτε αναφέρονται σε θέματα διοικητικής φύσεως, εφόσον η ζημία μπο­ρεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα του δικαστι­κού ή εισαγγελικού λειτουργού. Επομένως, πρέπει, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευ­κρίνιση ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο για νέα κρίση σχετικά με το αν συντρέχει ή όχι εν προκειμένω καθεμία από τις προϋποθέσεις εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου 105 ΕισΝΑΚ».

4.5.- Η υπόθεση «Kannabishop» είναι μια από τις απολύτως ενδεικτικές που αναφέρεται στο πώς αντιμετωπίζεται η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα αφού ο ιδιοκτήτης της αντιμετώπισε ουκ ολίγα δει­νά από το 1998 όταν άνοιξε το πρώτο του κατάστημα του. Οι διωκτικές αρχές θεώρησαν πως αυτό ουσια­στικά αποτελεί διαφήμιση ναρκωτικών ουσιών, τον συνέλαβαν, κατάσχεσαν τα εμπορεύματα, ενώ παραπέμφθηκε από τον εισαγγελέα στον τακτικό ανα­κριτή. Διώχτηκε ποινικά, αλλά το 1999 αθωώθηκε με το σκεπτικό ότι «ο διακριτικός τίτλος «Kannabishop» και η απεικόνιση πεντάφυλλου ή επτάφυλλου μί­σχου κάνναβης δεν συνιστούσαν ευθεία ή συγκα­λυμμένη και έντεχνη διαφήμιση της χρήσεως ναρ­κωτικών ουσιών ή πρόκληση σε παράνομη χρήση τους». Το Γενικό Χημείο του Κράτους, αποφάνθηκε ότι τα προϊόντα που κατασχέθηκαν «είτε δεν περιεί­χαν την ναρκωτική ουσία της τετραϋδροκανναβινόλης είτε την περιείχαν σε ελάχιστο βαθμό χωρίς να είναι εφικτή η ανάκτησή της ή απομόνωσή της». Ο καταστηματάρχης ζήτησε αποζημίωση από το δη­μόσιο για την αξία των εμπορευμάτων, ηθική βλάβη κλπ, το Διοικητικό Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή του, αλλά το Διοικητικό Εφετείο του επιδίκασε χρη­ματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 14.673,51 ευρώ. Η Ολομέλεια του ΣτΕ (απόφα­ση 1501/2014), πέραν τυχόν ευθύνης των αστυνο­μικών οργάνων, δεν αποκλείει την ύπαρξη ευθύνης του εισαγγελικού λειτουργού που έδωσε την σχετι­κή παραγγελία στα αστυνομικά όργανα.

4.6.-Η απόφαση ΣτΕ 1330/2016,αφορά μη νόμιμες  πράξεις αστυνομικών οργάνων  κατά την προα­νάκριση χωρίς εισαγγελική παραγγελία, η οποία κατέληξε στην άσκηση ποινικής δίωξης αλλά στην αθώωση των κατηγορουμένων.

4.7.- Εκκρεμούν σημαντικές υποθέσεις στο ΣτΕ προκειμένου να λυθούν εκκρεμή ζητήματα(βλ την 1000/2020 Απόφαση του ΔΕΦ Αθηνών) «με τις 16-19/2019 πράξεις της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, έγιναν δεκτές αιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου περί εισαγωγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας εκκρεμών ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγών, στις οποίες τίθεται το ζήτημα των ουσιαστικών προϋποθέσεων θεμελιώσεως της αστικής ευθύνης του Δημοσίου από ζημιογόνες πράξεις/παραλείψεις οργάνων του ενταγμένων στη δικαστική λειτουργία και, συγκεκριμένα, από εισαγγελικές παραγγελίες εκδιδόμενες στο πλαίσιο της εκουσίας δικαιοδοσίας, από πράξεις ανακριτικών οργάνων που εκδίδονται στο πλαίσιο της ποινικής προδικασίας (σύλληψη και κράτηση σε εκτέλεση εντάλματος συλλήψεως) και από δικαστικές αποφάσεις πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων κάθε βαθμού. Εξάλλου, με σχετικές πράξεις της Προέδρου του Δικαστηρίου οι υποθέσεις αυτές εισήχθησαν στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ε. 2657, 2659, 2664, 2666/2019), και εκκρεμεί η έκδοση των σχετικών αποφάσεων».

4.8.-Εύλογη διάρκεια της δίκης[21]. Κρίθηκε με τις 625/2020, 1038/2020 Αποφάσεις του ΔΕΦ Αθηνών, ότι η  διάρκεια της δίκης στο Ε.Σ δεν είναι τέτοια που να συνιστά κατάφωρη παραβίαση του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α., οφειλόμενη σε πρόδηλο σφάλμα δικαστικών οργάνων και, συνεπώς, δεν υφίσταται στην προκείμενη περίπτωση παρανομία ικανή να θεμελιώσει την αστική ευθύνη του Δημοσίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ.

4.9.- Λόγοι Αναιρέσεως  : Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών με την υπ’ αριθμ. 3812/2016 (13ο Τριμελές) έκρινε ότι σε περίπτωση πρόκλησης ηθικής βλάβης από πράξεις οργάνων δικαστικής λειτουργίας πρέπει η παράλειψη αυτή να μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα τους. Για να στοιχειοθετηθεί προσβολή της προσωπικότητας του εκκαλούντος και επομένως η ηθική του βλάβη από την επικαλούμενη, ως προδήλως εσφαλμένη, παράλειψη των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας να εξετάσουν τον ισχυρισμό του περί κακοποιήσεώς του από τα αστυνομικά όργανα κατά το στάδιο της προανάκρισης και της κράτησής του, θα έπρεπε να αποδειχθεί από τον εκκαλούντα η βασιμότητα του ισχυρισμού αυτού. Στην προκείμενη περίπτωση ο εκκαλών δεν απέδειξε την επικαλούμενη προσβολή της προσωπικότητάς του και τη συνακόλουθη ηθική του βλάβη, ώστε να πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις των άρθρων 105 του ΕισΝΑΚ και 932 του ΑΚ, η δε παράλειψη των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας να εξετάσουν τον ανωτέρω αβάσιμο ισχυρισμό δεν μπορεί να θεωρηθεί, «πρόδηλο σφάλμα». Τέλος, η μη εξέταση του ανωτέρω ισχυρισμού, αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο, κατά την εκδίκαση της αίτησης αναιρέσεως του εκκαλούντος, εφόσον ο ισχυρισμός αυτός δεν είχε προβληθεί από τον εκκαλούντα με την ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως, δεν θα μπορούσε, υπό καμία έννοια, να θεωρηθεί «πρόδηλο σφάλμα» των δικαστών που την εξέδωσαν".

Επίλογος: «ΤΟ ΠΡΟΔΗΛΟ ΣΦΑΛΜΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΑΛΛΑ ΚΑΙ Η ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ»

Ι.-1. Θεμελιώδες στοιχείο της αρχής της νομιμότητας είναι η καθιέρωση της ευθύνης του κράτους προς αποζημίωση για ζημίες που προκαλούν οι δημόσιες αρχές σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται κατ’ άρθρο 105 ΑΚ να αποζημιώσει πολίτη για ζημία που του προκλήθηκε από «πρόδηλο σφάλμα» δικαστικού λειτουργού. Αυτό  αποφάνθηκε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την 1501/2014 απόφαση του με αφορμή  υπόθεση που έφτασε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η οποία εκκρεμούσε στη Δικαιοσύνη  16 χρόνια.

2.-Η απόφαση του ΔΕΚ  «Gerhard Köbler κατά Republik Österreich» που καθιερώνει έλεγχο και στις δικαστικές αποφάσεις, τις θέτει δηλαδή στο μικροσκόπιο του δικαστικού ελέγχου, φέρει τον αριθμό C-224/01 και ξεκίνησε από μια διεκδίκηση οικονομικών αιτημάτων από τους πανεπιστημιακούς της Αυστρίας και είχε δικαστική συνέχεια που έφθασε ως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Εκείνο με τη σειρά του εξέδωσε την απόφασή του, της οποίας το ουσιαστικό θεμέλιο είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εκτός των άλλων και μια κοινότητα δικαίου όπου κάθε δημόσια εξουσία υπόκειται σε έλεγχο και όχι μόνο η νομοθετική ή η εκτελεστική αλλά και η Δικαιοσύνη.

ΙΙ.- Η Ευρωπαϊκή Ένωση διέπεται από την αρχή της νομιμότητας, στο άρθρο 288 της Συνθήκης Ε.Κ. (ΣΕΚ) καθιερώνεται ρητά η υποχρέωση της ΕΕ για αποκατάσταση των ζημιών που προξενούν τα όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.  ΤΟ Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει πλέον θεμελιώσει την εξωσυμβατική ευθύνη των κρατών μελών προς αποζημίωση όταν τα εθνικά όργανα προκαλούν ζημιά στους ιδιώτες από τη μη εφαρμογή ευρωπαϊκού δικαίου.

·         Απόφαση ΔΕΚ, για την ευθύνη των κρατών μελών για μη τήρηση ευρωπαϊκών κανόνων δικαίου είναι οι Υποθέσεις Francovich and Bonifaci (C-6,9/90).

·         Απόφαση ΔΕΚ, Brasserie du pecheur (C-46/93) στην οποία για πρώτη φορά θεμελιώνεται ευθύνη για παράβαση ευρωπαϊκού δικαίου από όργανο της νομοθετικής εξουσίας.

·         Απόφαση ΔΕΚ, για την εξωσυμβατική ευθύνη των κρατών μελών για παραβίαση κοινοτικού δικαίου, την απόφαση kobler (αφού προηγήθηκαν άλλες τρεις σημαντικές αποφάσεις η British Telecom (C- 392/93), η Dillenkofer (C-190/94) και η Lomas (C-5/94)).

ΙΙΙ.-Το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και αποζημίωσης για την καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης .

Η Ελληνική Πολιτεία με τους ν. 4055/2012, 4239/2014 επιχείρησε να συμμορφωθεί προς τις διεθνώς ανειλημμένες υποχρεώσεις της, οι οποίες απορρέουν από το Δίκαιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων και το πρωταρχικό δικαίωμα σε ταχεία κι αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Αποτέλεσμα να θεσπιστούν ένδικα βοηθήματα με τα οποία να είναι δυνατή πλέον η εύλογη αποζημίωση του για την καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης και μάλιστα για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. (βλ. ΣτΕ 2530/2015 502/2017).Τα ένδικα αυτά βοηθήματα είναι τελείως ανεξάρτητα από την διεκδίκηση αποζημιώσεως λόγω προδήλου σφάλματος του δικαστικού λειτουργού.

Συμπέρασμα:(βλ ΣτΕ 2557/2019):"Το Σύνταγμα, δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση προκλήσεως ζημίας από πράξεις των οργάνων αυτών, η οποία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα τους. Ο πρόδηλος δε χαρακτήρας του σφάλματος της κρίσεως οργάνου της δικαστικής λειτουργίας προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως, βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη (ΣτΕ 1501/2014 Ολομ., 1330/2016, 1533-4/2018)".




[1]Βλ σε Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου, 5 (2014).βλ. σχόλιο Αποστόλης Γέροντας, σε Ελληνική Δικαιοσύνη, 4 (2014).

 

[2] Με την υπ' αριθμ. 11/1858 ιστορική απόφαση του, ο Άρειος Πάγος αντιμετώπισε την ευθύνη του δημοσίου σχετικά με την αποκατάσταση της ζημίας ενός πλοιοκτήτη, το πλοίο του οποίου είχε εμποδισθεί να αποπλεύσει, εξαιτίας ενός υπαλλήλου, ο οποίος επιδίωξε δωροδοκία.

[3] ΔΕΚ Απόφαση του Δικαστηρίου της 30/9/2003, στην προδικαστική υπόθεση C-224/01 Gerhard Köbler κατά Republik Österreich.

[4]  ΔΕΚ C-173/03, Απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιουνίου 2006, Traghetti del Mediterraneo SpA κατά Repubblica italiana, Συλλ. Νομολ. 2006 I-05177.

[5] ΔΕφΑθ 2462/2015,

[6] Βλ. αναλυτικά την μειοψηφία στην 1501/2014.

[7] «Δεν είναι επιτρεπτός, κατά το Σύνταγμα, ο έλεγχος, ούτε ευθέως, ούτε παρεμπιπτόντως, από το ΣτΕ και τα διοικητικά δικαστήρια των αποφάσεων και λοιπών διαδικαστικών πράξεων των τακτικών ποινικών δικαστηρίων, εφόσον τα τελευταία ανήκουν σε άλλο δικαιοδοτικό κλάδο. Η αξίωση αποζημίωσης των αδίκως καταδικασθέντων ή στερηθέντων την ελευθερία τους ρυθμίζεται ειδικά από τα άρθρα 533-545 του ΚΠοινΔ και δεν μπορεί να ικανοποιηθεί κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ.»

[8] Αικ. Ρωξάνα, Εξελίξεις στα ζητήματα της αστικής ευθύνης του Κράτους στην πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΘΠΔΔ 2015, 1093.

[9] Βλ. ΣτΕ 2557/2019,ΕΣ 930/2019, ΣτΕ 1844/2018,Δ.Πρωτ Αθηνών 17728/2018,ΣτΕ 48/2016,ΣτΕ 1047/2016,1330/2016,2168/2016, 2852/2012, 2557/2019, 1844/2018,1533-1534/2018,ΔΕΦ Αθηνων3101/2018,3631/2018, 1902/2019,ΔΠρωτΑθηνών 402/2020, 2667 /2020,1707/2019.-

[10] .Βλ. ΑΠ 20/1929, σύμφωνα με την οποία η ευθύνη του κράτους κρίνεται με βάση τους κανόνες, όχι του ιδιωτικού, αλλά του δημοσίου δικαίου και Π. Παυλόπουλου, Η αστική ευθύνη του Δημοσίου κατά τους κανόνες του Δημοσίου Δικαίου σε «Διοικητικό Δίκαιο», Εκδόσεις Αντώνη Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2004.

[11].Αλλά και των νομίμων. βλ. ΣτΕ 5504/2012.

[12].Βλ. Οδηγία 2014/104/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Νοεμβρίου 2014 σχετικά με ορι­σμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ν. 4529/2018.Βλ.ΔΠΑ 20474/2018, 17ο Τμήμα: απόφαση ανωτάτου ελληνικού δικαστηρίου (ΑΠ), που κρίνει το ύψος δικαστικών εξόδων που επιδίκασες σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου αλλοδαπό δικαστήριο  , δεν αποτελεί κατάφωρη παραβίαση των άρθρων 34 σημείο 1 και 45 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου.

[13].Βλ. ΟλΣτΕ 1501/2014, ΣτΕ 4988/2012, ΣτΕ 980/2002, ΟλΑΠ 40/1998, ΟλΑΠ 33/2002.

[14] Βλ. Ι. Μαθιουδάκη, Η κοινοτικού δικαίου αξίωση αστικής ευθύνης του Δημοσίου, ΔιΔικ 10 (1998).

[15] . Βλ. Α. Τσαμπάση, Το δίκαιο της αστικής ευθύνης του Δημοσίου ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, ΘΠΔΔ 2008.

[16]. Βλ. Ε. Πρεβεδούρου, Ευθύνη του Δημοσίου από πρά­ξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, Παρατηρήσεις σε ΣτΕ Ολ 1501/2014, ΘΠΔΔ 2014, 5, σ. 412.

[17].Βλ.1) αναλυτικό Σχόλιο της Ε. Πρεβεδούρου «Νομολογιακές εξελίξεις στο καθεστώς της αστικής ευθύνης του Δημοσίου: ΣτΕ Ολ 1501/2014 (ευθύνη από νόμιμες πράξεις, ευθύνη από πράξεις των οργάνων της δικαστικής εξουσίας)» σε http://www.prevedourou.gr., 2) Σημείωση Ε. Γαληνού ΕΔΚΑ 2014. 629) και 3) Σχόλιο Ε. Πρεβεδούρου, Ευθύνη του Δημο­σίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής εξουσίας σε ΣτΕ Ολ 1501/2014, ΘΠΔΔ 5/2014, σ. 411.

[18]. Βλ. ΔΠρΑθ 20474/2018, 17ο Τμήμα - Δεν συντρέχει ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση από απορριπτική απόφαση του Αρείου Πάγου - Δεν υφίσταται υποχρέωση προδικαστικού ερωτήματος - Έννοια προδή­λου σφάλματος δικαστικού λειτουργού. Απόφαση αλλοδα­πού δικαστηρίου που καταδικάζει τον ηττημένο εναγόμενο (Ελληνικό Δημόσιο) να καταβάλει στον ενάγοντα υπέρμετρα δικαστικά έξοδα και, ειδικότερα, έξοδα τα οποία τελούν σε προφανή δυσαναλογία προς την αξία του αντικειμένου της δίκης και υπερβαίνουν κατά πολύ την εν λόγω αξία, δεν είναι προφανώς ανεκτή από την ελληνική δημόσια τάξη, δεδο­μένου και του ότι τα κράτη-μέλη παραμένουν, κατά κανόνα, ελεύθερα να καθορίσουν, σύμφωνα με τις εθνικές τους αντι­λήψεις, τόσο την έννοια όσο και τις απαιτήσεις της δημόσιας τάξης. Συνεπώς, απόφαση ανωτάτου ελληνικού δικαστηρίου ( Άρειος Πάγος), που κρίνει το ανωτέρω, δεν αποτελεί κατά­φωρη παραβίαση των άρθρων 34 σημείο 1 και 45 του Κανο­νισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, δηλαδή παραβίαση που να έχει πρόδηλο χαρακτήρα, προϋπόθεση που απαιτείται να συντρέχει, για να γεννηθεί, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, αστική ευθύνη του Ελληνικού Δημο­σίου για αποζημίωση από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, ούτε πάντως δημιουργεί σχετική υποχρέωση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ.

[19]. Περαιτέρω και συναφώς, για την ταυτότητα του νομι­κού λόγου, η ανωτέρω διάταξη είναι εφαρμοστέα και στην περίπτωση που οι πράξεις των οργάνων της δικαστικής λει­τουργίας αφορούν την άσκηση των καθηκόντων τους ως μέλη Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων κατά τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λει­τουργών που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 35 Α').

[20]. Η νομολογία του οποίου είναι παγίως απορριπτική. από το 1929, που ιδρύθηκε και συγκροτήθηκε το ειδικό δικαστήριο αγωγών κακοδικίας, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγονται οι αγωγές κακοδικίας κατά όλων των δικαστών (τακτικής δικαιο­σύνης, διοικητικής, ελεγκτικού συνέδριου) και εισαγγελέων, έχουν καταδικαστεί στη χώρα μας για κακοδικία μόνο δυο δικαστές», ΒΛ. Β. Χειρδαρη σε Ελευθεροτυπία, Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010.

[21] Θα μπορούσε ν’ ασκηθεί η αίτηση για «δίκαιη ικανοποίηση» του Ν. 4055/2012(βλ ΣτΕ 4467/2012, 215/2019)Ν 4239/2014 κατά το χρόνο πριν από τη δημοσίευση των πιο πάνω νόμων, είχε τη δυνατότητα να παραπονεθεί ενώπιον του ΕΔΔΑ για τυχόν υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης του ( ΣτΕ 299/2015 , βλ. ΣτΕ 2834-6/2014 ), εντασσόμενος στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 6 παρ. 1 και 13 της ΕΣΔΑ , δυνάμει των οποίων παρέχεται εγγύηση για το δικαίωμα στην απονομή δικαιοσύνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου